- εφοδικός
- ἐφοδικός, -ή, -όν (ΑΜ) [έφοδος]αυτός που ανήκει σε μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικόςαρχ.1. πάπ. αυτός που ανήκει στον εφοδιάζοντα, στον επιθεωρούντα («ἐφοδικαὶ λειτουργίαι»)2. φρ. «εφοδικός λόγος» — τίτλος έργου τού Αρχιμήδη.επίρρ...ἐφοδικῶς (Α)συστηματικά.
Dictionary of Greek. 2013.